ὀκτώμηνος

ὀκτώμηνος
ὀκτώ-μηνος, ον,
A = ὀκτάμηνος, EM767.34 :—also [suff] ὀκτω-μηνιαῖος, α, ον, Ph.1.29, Sch.Arat.455 ; born in the eighth month,

βρέφη Alex.Aphr. Pr.2.47

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οκτώμηνος — ὀκτώμηνος, ον (Α) βλ. οκτάμηνος …   Dictionary of Greek

  • ὀκτώμηνος — born in the eighth month masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκτώμηνα — ὀκτώμηνος born in the eighth month neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκτάμηνος — και οχτάμηνος, η, ο (Α ὀκτάμηνος και ὀκτώμηνος, ον, θηλ. πληθ. και ὀκτάμηνοι) 1. αυτός που βρίσκεται στον όγδοο μήνα, που έχει ηλικία οκτώ μηνών 2. αυτός που διαρκεί οκτώ μήνες («οκτάμηνη θητεία») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οκτάμηνο χρονική… …   Dictionary of Greek

  • οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”